- συμπεριελήφθησαν
- συμπερϊελήφθησαν , συμπεριλαμβάνωgather togetheraor ind pass 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
μαλιείς — Αρχαίος λαός ο οποίος κατοικούσε στην περιοχή που εκτείνεται από την Οίτη έως τον Μαλιακό κόλπο, την ονομαζόμενη Μαλίδα. Η μυθολογία τούς συνδέει είτε με τον Ηρακλή (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος) είτε με τον Μάλο, γιο του Αμφικτύονα. Από τον 8ο αι.… … Dictionary of Greek
Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek